διμεταλλικός, -ή

διμεταλλικός, -ή
αυτός που αναφέρεται στο διμεταλλισμό: Διμεταλλικό σύστημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διμεταλλικός — Αυτός που αναφέρεται στον διμεταλλισμό. Στη φυσική, δ. επαφή χαρακτηρίζεται η επαφή δύο διαφορετικών μετάλλων, κατά την οποία εκδηλώνονται θερμοηλεκτρικά φαινόμενα. Δ. ταινία ή έλασμα ονομάζεται, εξάλλου, η διπλή μεταλλική ταινία που σχηματίζεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”